εισαγωγή
Προφορά
Ετυμολογία
εισαγωγή αρχαία ελληνική εἰσαγωγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εισαγωγή
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εισάγω
✦ το μέρος ομιλίας, βιβλίου, θεατρικού ή μουσικού έργου κτλ., που προτάσσεται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εξαγωγή
Επιρρήματα
–