εισαγγελέας
Προφορά
Ετυμολογία
εισαγγελέας αρχαία ελληνική εἰσαγγελεύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η εισαγγελέας
✦ ανώτατος δικαστικός λειτουργός, που εποπτεύει την τήρηση των νόμων και επαγρυπνεί για το δημόσιο συμφέρον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–