εισέρχομαι
Προφορά
Ετυμολογία
εισέρχομαι αρχαία ελληνική εἰσέρχομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εισέρχομαι
✦ έρχομαι μέσα, μπαίνω: μ’ όλο που το αποφεύγω να εισέρχομαι στων χριστιανών τα σπίτια (Κ. Καβάφης)
✦ γίνομαι δεκτός: εισήλθε στο δικαστικό σώμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εξέρχομαι
Επιρρήματα
–