ειρμός


ειρμός
Προφορά

Ετυμολογία
ειρμός αρχαία ελληνική εἱρμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ειρμός

✦ σύνδεση, ακολουθία νοημάτων: το δικαίωμα που έχει ο ποιητής να καταργεί το λογικό ειρμό στα ποιήματά του (Γ. Σεφέρης)
✦ (εκκλ.) το πρώτο τροπάριο κάθε ωδής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.