ειρκτή


ειρκτή
Προφορά

Ετυμολογία
ειρκτή αρχαία ελληνική εἱρκτή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ειρκτή

✦ φυλακή, δεσμωτήριο
✦ (νομ.) φυλάκιση, κάθειρξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.