εικοτολογικός


εικοτολογικός
Προφορά

Ετυμολογία
εικοτολογικός μεταγενέστερη ελληνική εἰκοτολογικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ εικοτολογικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την εικοτολογία, τη διατύπωση εικασιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εικοτολογικά (Κ εικοτολογικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.