εικαστικός
Προφορά
Ετυμολογία
εικαστικός αρχαία ελληνική εἰκαστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εικαστικός -ή, -ό
✦ απεικονιστικός, που μορφοποιεί την ύλη, παραστατικός
✦ εικαστικές τέχνες, η αρχιτεκτονική, γλυπτική και ζωγραφική
Συνώνυμα
πλαστικές τέχνες
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
εικαστικά (Κ εικαστικώς)