ειδύλλιο


ειδύλλιο
Προφορά

Ετυμολογία
ειδύλλιο μεταγενέστερη ελληνική εἰδύλλιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού εἶδος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ειδύλλιο

✦ σύντομο, περιγραφικό ή διαλογικό ποίημα εμπνευσμένο από την ποιμενική ζωή: τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω κι ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα (Κ. Καβάφης)
(μτφ. ) τρυφερή ερωτική σχέση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.