ειδωλοποιώ


ειδωλοποιώ
Προφορά

Ετυμολογία
ειδωλοποιώ αρχαία ελληνική εἰδωλοποιῶ

Ερμηνεία
ρήμα ειδωλοποιώ -είς, -εί

✦ κάνω κάποιον ή κάτι είδωλο, αντικείμενο λατρείας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.