ειδωλοποίηση


ειδωλοποίηση
Προφορά

Ετυμολογία
ειδωλοποίηση μεταγενέστερη ελληνική εἰδωλοποίησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ειδωλοποίηση

✦ το να γίνεται κάποιος είδωλο, αντικείμενο λατρείας: από την ειδωλοποίηση των ποδοσφαιριστών, περάσαμε στην ειδωλοποίηση των πολιτικών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.