ειδωλολατρικός


ειδωλολατρικός
Προφορά

Ετυμολογία
ειδωλολατρικός ειδωλολάτρης

Ερμηνεία
επίθετο┘ ειδωλολατρικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την ειδωλολατρία ή τους ειδωλολάτρες: ειδωλολατρικές θρησκείες

Συνώνυμα
παγανιστικός
Αντίθετα

Επιρρήματα
ειδωλολατρικά (Κ ειδωλολατρικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.