ειδωλολάτρισσα
Προφορά
Ετυμολογία
ειδωλολάτρισσα μεταγενέστερη ελληνική εἰδωλολάτρης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ειδωλολάτρισσα
✦ θηλ. ειδωλολάτρισσα (Κ ειδωλολάτρις, -ιδος) ο λατρευτής των ειδώλων: μα πάντα ειδωλολάτρισσα στέκει η ψυχή τους μέσα (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–