ειδυλλιακός


ειδυλλιακός
Προφορά

Ετυμολογία
ειδυλλιακός ειδύλλιον

Ερμηνεία
επίθετο┘ ειδυλλιακός -ή, -ό

✦ ο του ειδυλλίου: ειδυλλιακή ποίηση
✦ που μοιάζει με όσα περιγράφονται στα ειδύλλια: ειδυλλιακό τοπίο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ειδυλλιακά (Κ ειδυλλιακώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.