ειδητικός


ειδητικός
Προφορά

Ετυμολογία
ειδητικός αρχαία ελληνική εἰδητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ειδητικός -ή, -ό

✦ που συνιστά το είδος, το εξωτερικό σχήμα
✦ (ψυχολ.) ο αναφερόμενος στην αισθητοποίηση των αναμνήσεων ώστε να προβάλλονται σαν πραγματικές εικόνες: ειδητική ικανότητα
✦ (φιλοσοφ.) αριστοτελικός όρος για αυτόν που σχετίζεται με το είδος, υπό την έννοια της μορφής, με την ιδεατή ουσία των όντων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ειδητικώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.