εθνότητα
Προφορά
Ετυμολογία
εθνότητα έθνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εθνότητα
✦ το σύνολο των ανθρώπων του ίδιου έθνους
✦ (μτφρ. του αγγλικά ethnic group) σύνολο ατόμων που έχουν αναπτύξει συνείδηση κοινών χαρακτηριστικών (γλώσσας, θρησκείας, καταγωγής, πολιτισμού κτλ.) με τα οποία τα ίδια προσδιορίζουν τον εαυτό τους και αναγνωρίζονται από τους άλλους, και δεν έχει αυτόνομη πολιτική συγκρότηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–