εθνοφυλακή
Προφορά
Ετυμολογία
εθνοφυλακή έθνος + φυλακή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εθνοφυλακή
✦ σώμα από ένοπλους πολίτες, που οργανώνεται σε έκτακτες περιστάσεις για την τήρηση της τάξεως ή την άμυνα της χώρας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–