εθνοκάπηλος


εθνοκάπηλος
Προφορά

Ετυμολογία
εθνοκάπηλος έθνος + κάπηλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η εθνοκάπηλος

✦ αυτός που καπηλεύεται το έθνος, που χρησιμοποιεί το έθνος για ιδιοτελείς σκοπούς, ά. πατριδοκάπηλος: παραλήρημα… των εθνοκαπήλων (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.