εγκύστωση


εγκύστωση
Προφορά

Ετυμολογία
εγκύστωση εγκυστώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εγκύστωση

✦ (βιολ., για πρωτόζωα) η δημιουργία κυστικού περιβλήματος που συνοδεύεται από ελάττωση των φυσιολογικών λειτουργιών για αντιμετώπιση δυσμενών συνθηκών της ζωής
✦ (παθολ.) αμυντική αντίδραση του οργανισμού με τη δημιουργία στρώματος από συνδετικό ιστό γύρω από ξένο σώμα ή παθολογικό παράγωγο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.