εγκύπτω


εγκύπτω
Προφορά

Ετυμολογία
εγκύπτω αρχαία ελληνική ἐγκύπτω

Ερμηνεία
ρήμα εγκύπτω

✦ επιδίδομαι με ιδιαίτερο ζήλο: είχε εγκύψει στη μελέτη της γλωσσολογίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.