εγκολπώνομαι


εγκολπώνομαι
Προφορά

Ετυμολογία
εγκολπώνομαι μεταγενέστερη ελληνική ἐγκολπόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα εγκολπώνομαι

✦ αποδέχομαι κάτι με ευχαρίστηση: την καρτερία να εγκολπωθούμε (Τ. Παπατσώνης)

Συνώνυμα
ενστερνίζομαι, ασπάζομαι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.