εγκοίμηση
Προφορά
Ετυμολογία
εγκοίμηση μεταγενέστερη ελληνική ἐγκοίμησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εγκοίμηση
✦ το να κοιμάται κάποιος μέσα σ’ ένα χώρο και ιδ. κατά το λαϊκό έθιμο να κοιμάται μέσα σε ναό για να δει μαντικά όνειρα ή για θεραπευτικούς λόγους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–