εγκληματικότητα


εγκληματικότητα
Προφορά

Ετυμολογία
εγκληματικότητα εγκληματικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εγκληματικότητα

✦ η τάση, η ροπή προς το έγκλημα
✦ η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων: παρατηρείται ανησυχητική αύξηση της εγκληματικότητας των ανηλίκων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.