είδωλο


είδωλο
Προφορά

Ετυμολογία
είδωλο αρχαία ελληνική εἴδωλον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το είδωλο

✦ ομοίωμα θεότητας
✦ άυλη μορφή, φάντασμα
(μτφ. ) πρόσωπο που αγαπιέται με πάθος, που γίνεται αντικείμενο λατρείας
✦ (φυσ.) πραγματική ή φαινομενική εικόνα, που σχηματίζεται με ανάκλαση ή διάθλαση, όπως π.χ. στον καθρέφτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.