δύτρια


δύτρια
Προφορά

Ετυμολογία
δύτρια αρχαία ελληνική δύτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δύτρια

✦ θηλ. δύτρια ο καταδυόμενος στη θάλασσα
✦ (ειδ.) άτομο εφοδιασμένο με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, που μπορεί να παραμείνει κάτω από την επιφάνεια του νερού για αρκετό διάστημα (για αναζητήσεις, κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.