δύσχυμος


δύσχυμος
Προφορά

Ετυμολογία
δύσχυμος αρχαία ελληνική δύσχυμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δύσχυμος -η, -ο

✦ κακόχυμος, που έχει νοσηρότητα στους χυμούς του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.