δύσβατος
Προφορά
Ετυμολογία
δύσβατος αρχαία ελληνική δύσβατος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δύσβατος -η, -ο
✦ που δύσκολα μπορεί κανείς να το διαβεί: δύσβατος τόπος
✦ (μτφ. ) δυσνόητος: αισθάνομαι τη σκέψη του τόσο δύσβατη (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
αδιάβατος
Αντίθετα
βατός
Επιρρήματα
–