δόκανο


δόκανο
Προφορά

Ετυμολογία
δόκανο μεταγενέστερη ελληνική δόκανον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δόκανο

✦ είδος παγίδας για σύλληψη θηραμάτων, ζώων ή πουλιών: να περπατάμε νύχτα μέσα σ’ ένα δάσος γεμάτο θανάσιμα δόκανα (Κ. Τσάτσος)
(μτφ. ) μέσο, ενέργεια που αποσκοπεί στην εξαπάτηση κάποιου: η πολιτική ζωή δεν μπορεί να ξεφύγει από το δόκανο του δικομματισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.