δωδεκαδάχτυλο


δωδεκαδάχτυλο
Προφορά

Ετυμολογία
δωδεκαδάχτυλο └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. δωδεκαδάκτυλος (ἔκφυσις)

Ερμηνεία
δωδεκαδάχτυλο

✦ (Κ δωδεκαδάκτυλον) το πρώτο τμήμα του λεπτού εντέρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.