δωδεκάμερο


δωδεκάμερο
Προφορά

Ετυμολογία
δωδεκάμερο └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. δωδεκαήμερος

Ερμηνεία
δωδεκάμερο

✦ (Κ δωδεκαήμερον) το χρονικό διάστημα από τα Χριστούγεννα ως τα Θεοφάνια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.