δωδεκάδελτος
Προφορά
Ετυμολογία
δωδεκάδελτος μεταγενέστερη ελληνική δωδεκάδελτος
Ερμηνεία
δωδεκάδελτος
✦ -ος κ. -η, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) ο απαρτιζόμενος από δώδεκα δέλτους, δώδεκα πίνακες
✦ θηλ. δωδεκάδελτος ως ουσ. η πρώτη κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–