δυόμισι


δυόμισι
Προφορά

Ετυμολογία
δυόμισι δύο + μισό

Ερμηνεία
δυόμισι

✦ άκλ. (κ. για τα 3 γένη) ποσότητα αποτελούμενη από δύο και μισή μονάδες: δυόμισι κιλά – δυόμισι χρόνων – δυόμισι μονάδες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.