δυσκολοϋπόφερτος


δυσκολοϋπόφερτος
Προφορά

Ετυμολογία
δυσκολοϋπόφερτος δύσκολος + υποφερτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ δυσκολοϋπόφερτος -η, -ο

✦ που δύσκολα υποφέρεται, αντέχεται: η φτώχεια… δυσκολοϋπόφερτη… για τους ανθρώπους (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.