δυσκολοσύλληπτος


δυσκολοσύλληπτος
Προφορά

Ετυμολογία
δυσκολοσύλληπτος δύσκολος + συλλαμβάνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ δυσκολοσύλληπτος -η, -ο

✦ που δύσκολα συλλαμβάνεται
✦ που δύσκολα κατανοείται: δυσκολοσύλληπτες… διασταυρώσεις των στιγμών της ψυχής του (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα
δύσληπτος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.