δυσεπούλωτος


δυσεπούλωτος
Προφορά

Ετυμολογία
δυσεπούλωτος μεταγενέστερη ελληνική δυσεπούλωτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δυσεπούλωτος -η, -ο

✦ που δύσκολα επουλώνεται: τραύμα δυσεπούλωτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.