δυσβασία


δυσβασία
Προφορά

Ετυμολογία
δυσβασία δυσ- + βαίνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δυσβασία

(ιατρ.) διαταραχή στην εκτέλεση των κινήσεων που είναι απαραίτητες για το βάδισμα, ελαττωματική βάδιση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.