δυσβαρισμός


δυσβαρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
δυσβαρισμός δυσ- + βάρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δυσβαρισμός

✦ το σύνολο των συμπτωμάτων που προκαλούνται από σημαντικές και γρήγορες μεταβολές της ατμοσφαιρικής πιέσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.