δυσανεξία
Προφορά
Ετυμολογία
δυσανεξία δυσ- + ανέχομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δυσανεξία
✦ (ιατρ.) κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός δεν ανέχεται ορισμένες ουσίες ή φυσικά ερεθίσματα και εκδηλώνει διάφορα νοσηρά συμπτώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–