δυσανάλογος
Προφορά
Ετυμολογία
δυσανάλογος δυσ- + ανάλογος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δυσανάλογος -η, -ο
✦ όχι ανάλογος με κάποιον άλλον, ασύμμετρος: ήταν ένας κοντός κι αδύνατος στρατηγός και κρατούσε ένα μακρύ χάρακα, δυσανάλογο με το ανάστημά του (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανάλογος, σύμμετρος
Επιρρήματα
δυσανάλογα (Κ δυσαναλόγως):ο Σολωμός έχει μια ποιητική ευαισθησία δυσανάλογα αναπτυγμένη για τη γλώσσα της εποχής του (Γ. Σεφέρης)