δυσανάβατος


δυσανάβατος
Προφορά

Ετυμολογία
δυσανάβατος μεταγενέστερη ελληνική δυσανάβατος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δυσανάβατος -η, -ο

✦ αυτός στον οποίο δύσκολα ανεβαίνει κάποιος: δυσανάβατα όρη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.