δυσαλλοίωτος


δυσαλλοίωτος
Προφορά

Ετυμολογία
δυσαλλοίωτος αρχαία ελληνική δυσαλλοίωτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δυσαλλοίωτος -η, -ο

✦ αυτός που δύσκολα αλλοιώνεται, μεταβάλλεται

Συνώνυμα
δυσμετάβλητος
Αντίθετα
ευαλλοίωτος, ευμετάβλητος
Επιρρήματα
δυσαλλοίωτα (Κ δυσαλλοιώτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.