δυσέργαστος


δυσέργαστος
Προφορά

Ετυμολογία
δυσέργαστος μεταγενέστερη ελληνική δυσέργαστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δυσέργαστος -η, -ο

✦ αυτός που δύσκολα κατεργάζεται, που δεν επιδέχεται κατεργασία: δυσέργαστο υλικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.