δυνητικός


δυνητικός
Προφορά

Ετυμολογία
δυνητικός μεταγενέστερη ελληνική δυνητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ δυνητικός -ή, -ό

✦ που μπορεί να γίνει ή να μη γίνει σε ορισμένη περίπτωση: δυνητικό αποτέλεσμα
✦ (γραμμ.) που εκφράζει την έννοια του δυνατού να συμβεί: δυνητικός σύνδεσμος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
δυνητικά (Κ δυνητικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.