δυναστικός


δυναστικός
Προφορά

Ετυμολογία
δυναστικός αρχαία ελληνική δυναστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ δυναστικός -ή, -ό

✦ ο της δυναστείας: δυναστικές έριδες (οι σχετικές με τη διαδοχή του θρόνου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
δυναστικώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.