δυναστευτικός


δυναστευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
δυναστευτικός δυναστεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ δυναστευτικός -ή, -ό

✦ που δυναστεύει, δεσποτικός

Συνώνυμα
απολυταρχικός, αυταρχικός, τυραννικός
Αντίθετα

Επιρρήματα
δυναστευτικά (Κ δυναστευτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.