δυναμόμετρο


δυναμόμετρο
Προφορά

Ετυμολογία
δυναμόμετρο └γαλλ┘ dynamométre

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δυναμόμετρο

✦ όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της εντάσεως μιας δυνάμεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.