δυναμιτιστικός


δυναμιτιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
δυναμιτιστικός δυναμιτιστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ δυναμιτιστικός -ή, -ό

✦ που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη, υπονομευτικός: δυναμιτιστική ενέργεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.