δυναμική
Προφορά
Ετυμολογία
δυναμική └θηλ┘ του επιθέτου δυναμικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δυναμική
✦ κλάδος της μηχανικής που μελετά την κίνηση των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν ή ασκούν πίεση σ’ αυτά
✦ (κοινωνιολ.) σύνολο δυνάμεων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση ή αντίθεση μέσα σ’ ένα φαινόμενο ή μια δομή: δυναμική του συστήματος
✦ διαδικασία ανάπτυξης ή αλλαγής φαινομένου ή αντικειμένου, εξελικτική πορεία: η δυναμική της ευρωπαϊκής ιδέας
✦ διαδικασία κοινωνικής και πολιτικής ανάπτυξης και μεταβολής: δυναμική της κοινωνίας
✦ η εξελικτική πορεία των φυσικών, πνευματικών ή ηθικών δυνάμεων καθώς και οι νόμοι που την διέπουν
✦ δυναμική των ομάδων, μελέτη της δομής της λειτουργίας των ομάδων και των μεταβολών στις σχέσεις τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–