δυναμίτης
Προφορά
Ετυμολογία
δυναμίτης από τη λ. dynamit, που έπλασε ο Σουηδός εφευρέτης A. Nobel, με βάση το αρχαία ελληνική └ελλ┘ δύναμις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δυναμίτης
✦ ισχυρότατη εκρηκτική ύλη, μείγμα νιτρογλυκερίνης με άλλες ουσίες
✦ (μτφ. ) καθετί πολύ δυνατό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–