δοξαστής
Προφορά
Ετυμολογία
δοξαστής αρχαία ελληνική δοξαστής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δοξαστής
✦ θηλ. δοξάστρια αυτός που δοξάζει, που εγκωμιάζει κάποιον
✦ αυτός που συντελεί στη δόξα άλλου, που δημιουργεί τη δόξα κάποιου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–