δοιάκι
Προφορά
Ετυμολογία
δοιάκι μεσαιωνική ελληνική οἰάκιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού οἴαξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δοιάκι
✦ μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο του πλοίου: απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά και το δοιάκι (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–